“Αν ένα παιδί δεν μπορεί να μάθει με τον τρόπο που διδάσκουμε, θα πρέπει να διδάξουμε με τον τρόπο που μαθαίνει” – Ignacio Estrada
Η διαφοροποιημένη διδασκαλία είναι η μέθοδος, η οποία στοχεύει στην αποτελεσματική μάθηση, αντιμετωπίζοντάς τους μαθητές ως ξεχωριστές οντότητες και βασιζόμενη στις βιογραφίες τους (Κουτσελίνη 2006). Λαμβάνονται υπόψη οι ικανότητες, οι αδυναμίες, τα ενδιαφέροντά, το μαθησιακό, αλλά και το ψυχολογικό τους προφίλ.
Η διδασκαλία ξεκινάει από το σημείο στο οποίο βρίσκονται οι μαθητές και προσαρμόζεται για να προσφέρει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες προσωπικής ανάπτυξης, χωρίς να στηρίζεται σε ένα προκαθορισμένο σχέδιο δράσης. Οι διδακτικοί στόχοι παραμένουν, αλλά οι προσεγγίσεις που θα επιλεγούν για την αποτελεσματική εκπαίδευση, ποικίλουν. Για μια επιτυχημένη διδασκαλία η μέθοδος πρέπει να συναντά τη σκέψη (τον τρόπο πού επεξεργάζεται την πληροφορία ο μαθητής), τις κλίσεις και τα ταλέντα του, τα ενδιαφέροντά του, το μαθησιακό υπόβαθρο, αλλά και το οικογενειακό υπόβαθρο και την ψυχοκοινωνικοσυναισθηματική του ανάπτυξη.
Στη διαφοροποιημένη διδασκαλία, ο δάσκαλος δίνει κίνητρα, καθοδηγεί και δεν διατάζει εξ έδρας. Δημιουργεί το μαθησιακό περιβάλλον, εμπνέει, δίνει ρυθμό, προτείνει επιλογές και αναθέτει εναλλακτικών μορφών εργασίες. Αναστοχάζεται και αξιολογεί συνεχώς τα αποτελέσματα των δράσεων στην τάξη. Χρησιμοποιεί τον χρόνο ευέλικτα και προσαρμόζεται, λαμβάνοντας υπόψη το πώς νιώθει και το πώς δουλεύει η τάξη. Tαυτόχρονα, επικεντρώνεται στα ουσιώδη, ανταποκρίνεται στη διαφορετικότητα των μαθητών, χρησιμοποιεί ευέλικτη εργασία στην τάξη, αξιολογεί συνεχώς τις ανάγκες των μαθητών, διαφοροποιεί το περιεχόμενο της διδασκαλίας και του αποτελέσματος, εφαρμόζει αξιόλογες δράσεις και μαθησιακές διευθετήσεις, γίνεται συνεταίρος με τους μαθητές του στη μάθηση και προωθεί όσο την ομαδική και την ατομική εργασία. (Tomlinson 1999, Tomlinson – Allan 2001)
Όπως καταλαβαίνουμε, αυτή η μέθοδος, δεν μπορεί παρά να δημιουργεί ισότητα των ευκαιριών, χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις, υποστηρίζοντας το ανθρώπινο δικαίωμα στην εκπαίδευση και την ανάπτυξη ατομικών ικανοτήτων και ενδιαφερόντων, ενώ χτίζει τα θεμέλια ενός Δημοκρατικού Σχολείου.
Η προώθηση της αυτενέργειας και της ανάληψης προσωπικής ευθύνης, η ενίσχυση της ικανότητας για συνεργασία, η ανάπτυξη ενδιαφερόντων και δεξιοτήτων επίλυσης προβλημάτων, η εστίαση στη διαδρομή για τον στόχο, η εξάλειψη του φόβου της αποτυχίας και της σχολικής αντίστασης είναι ελάχιστα από τα θετικά αποτελέσματα της διαφοροποιημένης μάθησης.
Ο μαθητής έχει ανάγκη «να μάθει» πώς να μαθαίνει και να αισθάνεται κυρίαρχος της γνώσης, όχι υπόδουλος αυτής. Άλλωστε η αγάπη για τη γνώση δεν ξεκινάει και σταματάει στα σχολικά χρόνια. Η αγάπη για τη γνώση συνεχίζεται εφόρου ζωής.