Πώς το τραύμα μας τείνει να επαναλαμβάνεται

Πώς το τραύμα μας τείνει να επαναλαμβάνεται

Πώς το τραύμα μας τείνει να επαναλαμβάνεται;

Ξεκινάμε με τη γενική παραδοχή ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν τραύματα.

Η παιδική ηλικία -μια ηλικία τρυφερή- βρίσκει τα παιδιά σε μια περίοδο που δεν έχουν αναπτύξει επαρκώς την κατανόησή τους για τον κόσμο. Επομένως, η ερμηνεία τους για διάφορα γεγονότα είναι συχνά φτωχή. Για παράδειγμα, ένας γονέας γυρνάει κουρασμένος από τη δουλειά του και το παιδί του επιμένει να του πει μια ιδέα που σκέφτηκε. Ο γονέας, όμως, πέρασε μια πολύ δύσκολη μέρα στη δουλειά και δεν έχει την ενέργεια και την υπομονή να κάτσει μαζί με το παιδί και να συζητήσει τη δεδομένη στιγμή. Καταλήγει να λέει «Άσε με τώρα. Δεν μπορώ. Μετά…».

Ένα παιδί δεν μπορεί να αντιληφθεί όλα αυτά που μπορεί να μεσολάβησαν ώστε ο γονέας να αντιδράσει έτσι. Στην πραγματικότητα,  ένα παιδί σκέφτεται με επίκεντρο του κόσμου τον εαυτό του. Οπότε το πιο πιθανό είναι να σκεφτεί «Δεν πρέπει να του μιλάω, γιατί τον κουράζω» ή «Τι έχω κάνει και μου απαντάει έτσι;». Αυτό είναι ένα παράδειγμα για το πώς τα παιδιά μπορεί να παρερμηνεύσουν μια κατάσταση.

Αν αυτή η κατάσταση επαναλαμβάνεται συχνά χωρίς ιδιαίτερη εξήγηση από τον γονέα [όπως για παράδειγμα «Αυτήν την στιγμή είμαι πολύ κουρασμένος από τη δουλειά, είχα μια πολύ δύσκολη μέρα, αλλά σου υπόσχομαι ότι θα βρω τον χρόνο να το συζητήσουμε μετά»], τότε το παιδί αρχίζει να αναπτύσσει την πεποίθηση, ας πούμε, ότι δεν υπάρχει χρόνος για το μοίρασμα των σκέψεών του ή ότι το να μοιράζεται τις σκέψεις του σημαίνει ότι κουράζει και βαραίνει τους άλλους.

Κάτι τέτοιο ίσως ισοδυναμεί με το ότι οι άλλοι δεν είναι διαθέσιμοι όταν τους χρειάζομαι. Καταλαβαίνουμε ότι, ακόμα και αν οι γονείς έχουν τις καλύτερες προθέσεις για την ανατροφή ενός παιδιού, είναι αναπόφευκτο να δημιουργηθούν τέτοιου είδους σκέψεις σε ένα παιδί, καθώς το ίδιο δίνει τη δική του ερμηνεία στα γεγονότα με βάση τα εργαλεία που το ίδιο διαθέτει: το συναίσθημα και την περιορισμένη οπτική του.

Τέτοιου είδους πεποιθήσεις, εμποτίζονται στον εσωτερικό κόσμο του παιδιού και το ακολουθούν στην μετέπειτα πορεία της ζωής του.

Οι πρώιμες εμπειρίες, που ενδέχεται να διαφέρουν και κάποιες να είναι πιο τραυματικές από άλλες (να περιέχουν βία, επιθετικότητα), μπορεί να ξεχαστούν στο πέρασμα των χρόνων, αλλά τα αποτελέσματα τους είναι πάντα παρόντα στη συμπεριφορά των ανθρώπων.

Ένας υπερβολικά καχύποπτος άνθρωπος, που δεν εμπιστεύεται κανέναν, έχει γίνει καχύποπτος γιατί μεσολάβησαν συγκεκριμένα γεγονότα κατά την παιδική ηλικία του. Ένας άνθρωπος που έχει μάθει να κατηγορεί τους άλλους, αποφεύγει την ευθύνη των πράξεων του, γιατί αυτό έμαθε ότι μπορεί να τον βοηθήσει στην επιβίωσή του (μηχανισμοί άμυνας). Ακόμα και αν δεν υπάρχουν τα γεγονότα αυτά ως αναμνήσεις που μπορούν εύκολα τα άτομα να ανακαλέσουν, διακρίνουμε τις συμπεριφορές αυτές καθαυτές (ειρωνεία, καχυποψία, απόσυρση κ.ά.) , αλλά και μηχανισμούς άμυνας (προβολή, προβολική ταύτιση, άρνηση κ.ά.) που μας υποδεικνύουν ότι το άτομο έχει εκτεθεί σε κάποιο τραυματικό γεγονός.

Δείτε ακόμη: How Childhood Trauma Leads to Addiction – Gabor Maté    |     Childhood Trauma and the Brain | UK Trauma Council

Το τραύμα, που συχνά απωθείται από τη συνειδητή μνήμη (δηλαδή, ξεχνιέται και χρειάζεται προσπάθεια να το ανακαλέσουμε), ακολουθώντας την πορεία του ασυνειδήτου, επαναλαμβάνεται μέσω μιας διαδικασίας που είναι γνωστή ως «καταναγκασμός επανάληψης». Αναφέραμε ότι παρόλο που το άτομο δε θυμάται το τραυματικό γεγονός, επαναλαμβάνει συγκεκριμένες συμπεριφορές που προκύπτουν από αυτό και που αυτές σταδιακά γενικεύονται και εδραιώνονται σε μεγαλύτερο φάσμα της καθημερινότητας.

Ας επανέλθουμε στο παράδειγμα του μικρού παιδιού που νιώθει ότι δε θέλει να μοιράζεται τις σκέψεις του με τους άλλους, γιατί κάτι τέτοιο είναι βάρος για αυτούς. Μεγαλώνοντας, επαναλαμβάνει ασυνείδητα τη συμπεριφορά στην παρέα του, στο/η σύντροφό του, στην εργασία του. Το να μη μοιράζεται βαθύτερες σκέψεις, προβληματισμούς και συναισθήματα έχει ως αντίκτυπο να παραμένουν οι σχέσεις του σε ένα φαινομενολογικά καλό, αλλά επιφανειακό επίπεδο. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος μπορεί να επιλέγει συντρόφους ή φίλους που επιβεβαιώνουν αυτό που ήδη γνωρίζει, δηλαδή μη συναισθηματικά διαθέσιμους (φίλους και συντρόφους) που επαναλαμβάνουν το τραύμα του.

Στην εργασία, η μορφή του τραύματος μπορεί να αντανακλάται σε έναν εργοδότη που δεν «ανέχεται τις δικαιολογίες», με το άτομο να μην μπορεί να μοιραστεί τις ενστάσεις του και να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Τέτοιες καταστάσεις επιβεβαιώνουν και διαιωνίζουν όσα το άτομο γνωρίζει από μικρή ηλικία: κανείς δεν είναι εκεί για να ακούσει αυτά που έχει να πει. Από την άλλη, μια τόσο καλά εδραιωμένη αντίληψη/πεποίθηση θα έφερνε διαφορετικά αποτελέσματα με έναν άνθρωπο που ήταν συναισθηματικά διαθέσιμος. Για παράδειγμα, ένας σύντροφος που αναζητά την εγγύτητα, τη συχνή επαφή και το συναισθηματικό μοίρασμα είναι πολύ πιθανό να ερμηνευτεί ως πιεστικός και το άτομο να μην μπορεί να τον αντέξει, γιατί αυτή η κατάσταση του είναι ανοίκεια.

Λοιπόν; Είμαστε καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουμε τα τραύματά μας για πάντα;

Παρά το γεγονός ότι αναζητάμε και επιδιώκουμε το οικείο και αυτό που μας είναι γνώριμο (ακόμα και αν μας πληγώνει, ωστόσο, για να μη βρεθούμε προ εκπλήξεως, και για να γνωρίζουμε από πριν το αποτέλεσμα, καταδικάζοντας τις σχέσεις μας πριν καν αρχίσουν), υπάρχει ένα σημείο που το άτομο αρχίζει να διερωτάται τι συμβαίνει στον εαυτό του και στους άλλους. Μέσα από την ψυχοθεραπεία και τη διαρκή εργασία με τον εαυτό, ένα τραύμα μπορεί να «εντοπιστεί» και να «ξεριζωθεί». Το άτομο μπορεί να μάθει νέους τρόπους να επικοινωνεί και να συνδέεται, να μπορεί να αναγνωρίζει πιο εύκολα ποιο «μοτίβο» συμπεριφοράς και σκέψης ακολουθεί και ποια είναι τα δευτερογενή οφέλη που αυτά τα μοτίβα προσφέρουν.

Πρόκειται για μια διαδικασία που θέλει χρόνο και έχει πολλές συναισθηματικές διακυμάνσεις, καθώς το άτομο μπαίνει σε «αχαρτογράφητα ύδατα». Μαζί με τη βοήθεια ενός έμπειρου ψυχοθεραπευτή το ταξίδι αυτό βιώνεται λιγότερο δύσκολο, αφού υπάρχει και κάποιος συνοδοιπόρος που μπορεί να αντέχει τις τρικυμίες και τις φουρτούνες.

Σύγγραφή: Ειρήνη Μπακογιάννη | Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια
Επιμέλεια: H ομάδα του Teach n’ Treat