7 Μύθοι και Αλήθειες για την ανατροφή των παιδιών

7 Μύθοι και Αλήθειες για την ανατροφή των παιδιών
Μύθος νούμερο ένα: «Το να κουνά τρυφερά κανείς το μωρό που κλαίει ή γκρινιάζει ή να το παίρνει αγκαλιά μπορεί να του κάνει κακό γιατί το κακομαθαίνει. Είναι προτιμότερο να αφήσετε το παιδί να κλαίει μέχρι να σταματήσει και να δείτε μετά τι συμβαίνει ή τι ανάγκη έχει. Έτσι χτίζει ισχυρότερο κι ανθεκτικότερο χαρακτήρα.»
Στην πραγματικότητα με αυτό τον τρόπο, χτίζει μια προβλεψιμότητα αρνητικής ανταπόκρισης από το περιβάλλον του με αρνητικές συνέπειες στις μελλοντικές του σχέσεις, όπως φαίνεται ερευνητικά. Υπό αυτή την έννοια, όταν ένα παιδί αφήνεται να κλαίει απαρηγόρητο στη κούνια του, αυτό το οποίο μαθαίνει είναι ότι δεν υπάρχει κανείς να καλύψει την ανάγκη του, καθώς ο μόνος τρόπος για την επικοινωνήσει σε αυτή την ηλικία είναι το κλάμα.
Η ανταπόκριση ορίζεται γενικά ως η ικανότητα του φροντιστή να παρακολουθεί και να αναγνωρίζει με συνέπεια τις ενδείξεις του βρέφους και στη συνέχεια να αντιδρά σε αυτές τις ενδείξεις άμεσα ενώ υπάρχουν ολοένα και περισσότερα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η ανταπόκριση σχετίζεται με ένα πλήθος ευεργετικών αποτελεσμάτων, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης της κοινωνικής ικανότητας, της γλωσσικής ικανότητας και της επικοινωνιακής επάρκειας. Επομένως αυτός δεν είναι ο τρόπος για να χτίσει ένα παιδί ισχυρότερο χαρακτήρα, είναι ένας απ’ τους τρόπους για να γίνει συναισθηματικά ανασφαλές στις μελλοντικές του σχέσεις καθώς ο τρόπος με τον οποίο σχετιζόμαστε με τους βασικούς φροντιστές μας στα αρχικά στάδια της ζωής μας, καθορίζει εν πολλοίς τις σχέσεις μας με τους ανθρώπους αργότερα. Ίσως αυτή η αντίληψη απορρέει από τη γονική εξάντληση που βιώνουν ορισμένοι γονείς ψάχνοντας σε λάθος μονοπάτια να βρουν τον βηματισμό τους.
Μύθος νούμερο δύο: «Το βρέφος πρέπει να ταΐζεται συγκεκριμένες ώρες με βάση πρόγραμμα. Ο,τιδήποτε άλλο επιβαρύνει τον γονέα και κακομαθαίνει το παιδί.»
Η αλήθεια είναι ότι μια ευαίσθητη ανταπόκριση στις ανάγκες του παιδιού απαιτεί και την κατάλληλη αποκωδικοποίηση των επικοινωνιακών σημάτων που εκπέμπει το παιδί. Επομένως ένας ευαίσθητος φροντιστής θα πρέπει αφενός να ερμηνεύει κατάλληλα το κλάμα του μωρού, το οποίο διαφοροποιείται σε κάθε περίπτωση ανάλογα με την ανάγκη του, και αφετέρου να εναρμονίζεται με το βρέφος καλύπτοντας τις ανάγκες του βρέφους και όχι πιθανές δικές του ανάγκες. Από την άλλη, για λόγους εναρμόνισης των συνήθειων του νέου μέλους με τις συνθήκες ζωής της οικογένειας στην οποία εντάχθηκε, καλλιεργείται η αντίληψη ότι θα πρέπει το μωρό να προσαρμοστεί στην οικογένεια και όχι η οικογένεια στο μωρό. Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για έναν αμοιβαίο συντονισμό και προσαρμογή στις νέες συνθήκες με γνώμονα πάντα την βέλτιστη παρεχόμενη φροντίδα στο βρέφος.
Μύθος νούμερο τρία: «Μην τα παραχαϊδεύετε. Δεν χρειάζεται να τα φιλάτε πολύ, ούτε να τα κοιμίζετε με νανουρίσματα, γλυκόλογα και (αργότερα) παραμύθια. Δώστε τους ένα γρήγορο φιλί ή χάδι, πείτε τους να κλείσουν τα μάτια, σβήστε το φως και αφήστε τα να κοιμηθούν.»
Η αλήθεια είναι ότι τα παιδιά χρειάζονται αγάπη, στοργή και φροντίδα για να μεγαλώσουν και να αναπτυχθούν υγιώς. Αυτή η ανάγκη για δεσμό για φυσική και σωματική επαφή ίσως ξεπερνά και την ανάγκη για τροφή όπως φάνηκε από συγκριτικές μελέτες. Επομένως οποιοσδήποτε περιορισμός στην εκδήλωση αγάπης μέσω της σωματικής συναισθηματικής επαφής είναι και αβάσιμος και επικίνδυνος.
Έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά που νιώθουν την αγάπη των φροντιστών τους, το χάδι, το ζεστό περιβάλλον είναι και κείνα που χτίζουν ασφαλείς συναισθηματικούς δεσμούς και αποκτούν ψυχική ανθεκτικότητα αργότερα στη ζωή τους. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι εκδηλώσεις αγάπης μέσω της σωματικής επαφής σε προλεκτικά στάδια όπου ο μόνος τρόπος επικοινωνίας είναι ο παραλεκτικός. Από την άλλη τα παιδιά που δεν μεγαλώνουν σε ένα στοργικό περιβάλλον με εκδηλώσεις εγγύτητας και επαφής τα οποία είναι πιο ευάλωτα και πιο επιρρεπή για ανάπτυξη προβληματικών στοιχείων προσωπικότητας αλλά και αλληλεπίδρασης με τους άλλους. Ταυτόχρονα τα γλυκόλογα και τα παραμύθια αναπτύσσουν τον εγκέφαλο των παιδιών και συμβάλουν στη γνωστική τους ανάπτυξη. Τέλος ¨το σβήνω το φως και τα αφήνω να κοιμηθούν¨ μπορεί να εντάσσεται σε ένα πλαίσιο καθημερινής ρουτίνας ύπνου, ωστόσο αυτή θα πρέπει να εναρμονίζεται με το αναπτυξιακό επίπεδο του παιδιού. Είναι σύνηθες το φαινόμενο των παιδικών φοβιών σε μικρές ηλικίες τις οποίες ένας ευαίσθητος φροντιστής θα πρέπει να καθησυχάζει στο παιδί του για να νιώθει ασφαλές.
Μύθος νούμερο τέσσερα: «Δεν κακομαθαίνουν; Δεν θα μας κάνουν ό,τι θέλουν όταν τους κάνουμε όλα τα χατίρια; Δεν γίνονται έτσι χειριστικά; Δεν μαθαίνουν έτσι πως δεν υπάρχουν όρια;»
Η αλήθεια είναι ότι θα πρέπει να γίνει μια διάκριση μεταξύ του ¨ανταποκρίνομαι κατάλληλα και ευαίσθητα¨ στις ανάγκες και τις επιθυμίες ενός παιδιού και στην άκριτη υποχωρητικότητα μου απέναντι σε ό,τι ζητήσει ένα παιδί. Πρόκειται για μια συχνή παρανόηση που ίσως οδηγεί στη συγκεκριμένη αντίληψη. Ωστόσο τα όρια είναι σημαντικά στις σχέσεις και τίθενται από νωρίς στη ζωή ενός παιδιού.
Ένα παιδί το οποίο μεγαλώνει στην ασφάλεια και την αποδοχή έχει φανεί ότι είναι και πιο δεκτικό στη θέσπιση κανόνων και ορίων. Έτσι το είδος της αλληλεπίδρασης που έχει με τον βασικό φροντιστή καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπει τον εαυτό του, τον άλλον και το περιβάλλον του τόσο γνωστικοσυμπεριφορικά όσο και συναισθηματικά. Αυτό σημαίνει πως μέσα από ασφαλή πρότυπα δεσμών το παιδί καλλιεργεί μια υγιή αυτοεικόνα, έχει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, αποκτά συναισθηματική αυτορρύθμιση, ικανότητες στις διαπροσωπικές σχέσεις και ξέρει τι έχει να περιμένει από το περιβάλλον του το οποίο του θεσπίζει μεν όρια και κανόνες στη προκειμένη, ωστόσο αυτό γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να μην προκαλούνται αρνητικές αντιδράσεις. Αυτό στη πράξη σημαίνει πως συζητιέται το αίτημα του παιδιού με κατάλληλα αναπτυξιακά τρόπο, προτείνονται και συναποφασίζονται ενδεδειγμένες λύσεις από κοινού χωρίς να υπονοείται πουθενά κάποιο πεδίο μάχης στο οποίο θα πρέπει να επικρατήσει μια από τις δύο πλευρές. Ίσως αυτή η άποψη καλλιεργήθηκε από γονείς οι οποίοι δυσκολεύονται να αποδεχτούν πιο δημοκρατικά μοντέλα γονικών πρακτικών, όπου σε κάθε θέμα θα πρέπει να υπάρχει ένας νικητής και ένας ηττημένος.
Διαβάστε ακόμη: Η αρνητική συμπεριφορά του παιδιού
Μύθος νούμερο πέντε: «Δεν έχει νόημα να τοποθετείται το νεογέννητο βρέφος στο σώμα της μητέρας του αμέσως μετά τη γέννα.»
Κι όμως έχει νόημα. Υπάρχουν έρευνες που καταδεικνύουν τα οφέλη της σωματικής και βλεμματικής επαφής μητέρας βρέφους από τη γέννηση. Μελέτες όπως του Norholt (2020) για τη σωματική επαφή μητέρας βρέφους έχουν δείξει πολλά θετικά αποτελέσματα σε πολλούς τομείς για τα παιδιά άλλα και τη μητέρα. Η οργάνωση ύπνου, η ρύθμιση θερμοκρασίας και καρδιακού ρυθμού, η κοινωνικοσυναισθηματική και γνωστική ανάπτυξη, ο συναισθηματικός δεσμός και η αλληλεπίδραση μητέρας παιδιού είναι μερικοί από τους τομείς που μπορεί να ωφεληθούν.
Αρχικά οι μελέτες ξεκίνησαν στα ζώα. Η έλλειψη σωματικής επαφής στα ζώα φάνηκε να επηρεάζει την απορρύθμιση στα συμπεριφορικά και βιολογικά τους συστήματα και ως εκ τούτου επηρέαζε τα αποτελέσματα υγείας τους κατά τη διάρκεια της ζωής. Κάτι αντίστοιχο μοιάζει να συμβαίνει και με τους ανθρώπους όπου η πρόωρη μητρική αποστέρηση μοιάζει να επηρεάζει την υγεία των απογόνων κατά την εφηβική και ενήλικη ζωή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα αποτελέσματα μπορούν τόσο απλά να γενικευθούν από τα ζώα στους ανθρώπους.
Μύθος νούμερο έξι: «Ο πατέρας δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη μητέρα στο ρόλο της φροντίδας και γενικά ο ρόλος του είναι υποστηρικτικός και δευτερεύον.»
Αυτό και αν είναι μύθος! Πρόσφατες έρευνες δίνουν έμφαση στο ρόλο του πατέρα καθώς έχει φανεί πως τα νήπια μπορούν να δημιουργήσουν συναισθηματικούς δεσμούς με πατέρες που μπορούν να αλληλοεπιδράσουν μαζί τους, ενώ δεν είναι μόνο η παρουσία της μητρικής μορφής που καλλιεργεί την κοινωνικοποίηση αλλά και πλήθος άλλων ερεθισμάτων τα οποία μπορούν να δοθούν τόσο από μητέρες όσο και από πατέρες και γενικότερα από οποιονδήποτε καλλιεργεί σχέσεις εμπιστοσύνης και ασφάλειας με το παιδί. Οι συμπεριφορές των ατόμων ως βασικών φροντιστών, ανεξαρτήτως φύλου φροντιστή, όπως φάνηκε ερευνητικά, είναι και αυτές που καθορίζουν την ποιότητα δεσμού. Ίσως αυτή η αντίληψη καθιερώθηκε και παγιώθηκε σε συγκεκριμένα κοινωνικοπολιτισμικά περιβάλλοντα και ιστορικά πλαίσια τα οποία δεν θα πρέπει να εκλείπουν από τη συζήτηση ούτως ή άλλως. Από την άλλη οι σύγχρονες συνθήκες ζωής ίσως κάνουν πιο επιτακτική τη συμμετοχή του πατέρα για τους οποίους χρειάζονται πιο ενδελεχείς έρευνες.
Μύθος νούμερο επτά: «Οι υστερήσεις και τα προβλήματα στη σχέση του βρέφους/νηπίου με τους γονείς, δεν μπορούν να αποκατασταθούν αργότερα στη ζωή του ενήλικα μέσα από άλλες σχέσεις με ενήλικες και με συνομηλίκους.»
Η αλήθεια είναι πως τα σχήματα δεσμού όπως διαμορφώνονται από τη βρεφική μας ηλικία είναι σχετικά σταθερά, δηλαδή δημιουργούνται μνήμες συνειδητά ή ασυνείδητα που καθορίζουν σαν «καλούπια» τον τρόπο σχετίζεσθαι με τους άλλους αργότερα στη ζωή μας και τα οποία είναι δύσκολο να αλλάξουν. Αυτό σημαίνει ότι οι συναισθηματικού κυρίως τύπου στρατηγικές που μαθαίνονται στη παιδική ηλικία μεταφέρονται αργότερα και στις σχέσεις με τους άλλους και μάλιστα έχει φανεί πως ο τύπος δεσμού σχετίζεται περισσότερο με τον τόνο του συναισθήματος παρά με την κοινωνική επάρκεια.
Έτσι, έφηβοι που ως βρέφη είχαν αναπτύξει ασφαλείς δεσμούς φάνηκε να έχουν ένα σύνολο στοιχείων προσωπικότητας και τρόπων σχετίζεσθαι διαφορετικά από εφήβους που ως βρέφη κατηγοριοποιήθηκαν σε ανασφαλείς τύπους δεσμών. Ωστόσο , έχει φανεί πως αν οι συνθήκες αλλάξουν αργότερα στη ζωή ενός παιδιού και βρεθεί για παράδειγμα από ένα περιβάλλον αποστέρησης σε ένα πιο υποστηρικτικό περιβάλλον που θα του δοθούν όλα εκείνα τα στοιχεία για τα οποία θα μπορούσε να νιώσει ασφάλεια, υποστήριξη και σημαντικότητα κάποιοι τομείς (ενδο και διαπροσωπικοί) θα βελτιωθούν. Είναι εξαιρετικά δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο ενώ δεν φαίνεται να επηρεάζονται όλοι οι τομείς εξίσου και στον ίδιο βαθμό από το ένα περιβάλλον στο άλλο. Έχει φανεί επίσης ότι τα πρότυπα δεσμού μεταφέρονται διαγεννεακά, αν δεν μεσολαβήσουν εμπειρίες που θα μπορούσαν να το αλλάξουν αυτό. Επομένως θα πρέπει να είμαστε πολλοί προσεκτικοί με την ποσότητα και την ποιότητα κυρίως, της παρεχόμενης γονικής φροντίδας χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είμαστε καταδικασμένοι σε ό,τι εκτεθήκαμε κατά την βρεφική και παιδική μας ηλικία.
Συγγραφή: Χρύσα Ζαζέλη, Ψυχολόγος
Επιμέλεια: Teach n’ Treat
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ:
Καφέτσιος, Κ. (2005). Δεσμός, Συναίσθημα και Διαπροσωπικές Σχέσεις. Αθήνα: Τυπωθήτω.
Regan, P. (2011). Close Relationships Routledge.