Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ)

Η Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ) αποτελεί μια σύνθετη νευροαναπτυξιακή διαταραχή που επηρεάζει την κοινωνική αλληλεπίδραση, την επικοινωνία και την αναπτυξιακή συμπεριφορά ενός παιδιού. Στην παιδική ηλικία, η έγκαιρη αναγνώριση και παρέμβαση είναι κρίσιμη για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του παιδιού και την ανάπτυξή του.
Οι αυτιστικές διαταραχές εμφανίζονται συνήθως κατά τα πρώτα τρία χρόνια της ζωής του παιδιού. Οι παρακάτω ηλικίες αναπτυξιακών ορόσημων μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ένα ενδεικτικό πλαίσιο:
Βρεφική Ηλικία (0-12 μηνών):
Τα περισσότερα βρέφη με αυτισμό εμφανίζουν καθυστέρηση στην επικοινωνία μη-γλωσσικών σημάτων, όπως η βλεμματική επαφή και οι χειρονομίες. Περιορισμένες είναι η κοινωνική αλληλεπίδραση και η ανταπόκριση στα κοινωνικά ερεθίσματα.
Προνηπιακή Ηλικία (12-24 μηνών):
Παρουσιάζεται περαιτέρω καθυστέρηση στην επικοινωνία, απουσία προσοχής και ανεπαρκή κοινωνικές δεξιότητες. Τα παιδιά μπορεί να μην ανταποκρίνονται στο όνομά τους, να μην δείχνουν ότι αναγνωρίζουν οικεία πρόσωπα και να εκδηλώνουν δυσκολίες στην επικοινωνία με γλωσσικούς ή συμβολικούς τρόπους.
Νηπιακή Ηλικία (2-3,5 ετών):
Κατά την περίοδο αυτή, τα περισσότερα αυτιστικά νήπια εξακολουθούν να έχουν περιορισμένη γλωσσική ικανότητα και επικοινωνία. Παρουσιάζονται σημαντικές δυσκολίες στην κοινωνική αλληλεπίδραση και στην καθημερινή ρουτίνα.
Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος DSM-5 (2013)
Η διάγνωση του αυτισμού στην παιδική ηλικία βασίζεται σε παρατηρήσεις της συμπεριφοράς και της ανάπτυξης του παιδιού από ειδικά εκπαιδευμένους επαγγελματίες υγείας, όπως παιδίατροι, ψυχίατροι κ.α.
Κλινική εικόνα
Σύμφωνα με το DSM-5 (2013), στην διαταραχή αυτιστικού φάσματος συναντάμε:
Α. Επίμονα ελλείμματα στη κοινωνική επικοινωνία και την κοινωνική αλληλεπίδραση μεταξύ πολλών καταστάσεων, όπως εκδηλώνονται επί του παρόντος ή από το ιστορικό:
- Ελλείμματα κοινωνικής-συναισθηματικής αμοιβαιότητας, που κυμαίνονται, για παράδειγμα, από μη φυσιολογική κοινωνική προσέγγιση και αποτυχία φυσιολογικής συνομιλίας (π.χ. αποτυχία διατήρησης συζήτησης με έναν συνομήλικο) έως τη μειωμένη και δυσανάλογη κατανομή ενδιαφερόντων, συναισθημάτων ή επιρροών. Επίσης, τα ελλείμματα αυτά επεκτείνονται σε αποτυχία έναρξης ή απάντησης σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.
- Ελλείμματα μη λεκτικών επικοινωνιακών συμπεριφορών που χρησιμοποιούνται για την κοινωνική αλληλεπίδραση, που κυμαίνονται, για παράδειγμα, από κακώς ενσωματωμένη λεκτική και μη λεκτική επικοινωνία, εκπτώσεις στη χρήση βλεμματικής επαφής και γλώσσας του σώματος ή ελλείμματα στην κατανόηση και τη χρήση των χειρονομιών. Τα ελλείμματα αυτά εκτείνονται έως μια συνολική έλλειψη εκφράσεων του προσώπου και απουσίας λεκτικής επικοινωνίας.
- Ελλείμματα στην ανάπτυξη, διατήρηση και κατανόηση σχέσεων, που κυμαίνονται, για παράδειγμα, από δυσκολίες προσαρμογής της συμπεριφοράς (ώστε να ταιριάζουν σε διάφορα κοινωνικά περιβάλλοντα), έως τις δυσκολίες να συμμετάσχουν σε παιχνίδι ρόλων – φαντασίας ή στη δημιουργία φίλων και την απουσία ενδιαφέροντος για τους συνομηλίκους τους.
Β. Περιορισμένα, επαναλαμβανόμενα πρότυπα συμπεριφοράς, ενδιαφερόντων ή δραστηριοτήτων, όπως εκδηλώνονται από τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα, επί του παρόντος ή από το ιστορικό (τα παραδείγματα είναι επεξηγηματικά, όχι διεξοδικά):
- Στερεοτυπικές ή επαναλαμβανόμενες κινήσεις, χρήση των αντικειμένων ή της ομιλίας (π.χ. απλές κινητικές στερεοτυπίες, παρατάξεις παιχνιδιών ή επίμονη ενασχόληση με αντικείμενα, ηχολαλία-μηχανική επανάληψη του προφορικού λόγου άλλων ατόμων- , ιδιοσυγκρασιακές φράσεις)
- Επιμονή στην ομοιότητα, άκαμπτη εμμονή σε ρουτίνες ή τελετουργικά πρότυπα σε λεκτική ή μη λεκτική συμπεριφορά (π.χ. έντονη ενόχληση σε μικρές αλλαγές, δυσκολίες με τις μεταβάσεις, άκαμπτα πρότυπα σκέψης, τελετουργικό χαιρετισμών, ανάγκη να ακολουθούν την ίδια διαδρομή ή να τρώνε το ίδιο φαγητό κάθε μέρα).
- Προσκόλληση σε εξαιρετικά περιορισμένα, σταθερά ενδιαφέροντα που είναι μη φυσιολογικά σε ένταση ή σε εστίαση (π.χ. ισχυρή προσκόλληση ή ανησυχία με ασυνήθιστα αντικείμενα, υπερβολικά οριοθετημένα ή επίμονα ενδιαφέροντα).
- Υπεραντίδραση ή υποτονική αντίδραση στις αισθητηριακές πληροφορίες ή ασυνήθιστο ενδιαφέρον για αισθητικά θέματα του περιβάλλοντος (π.χ., φαινομενική αδιαφορία για πόνο / θερμοκρασία, δυσμενή ανταπόκριση σε συγκεκριμένους ήχους ή υφές υλικών, υπερβολική χρήση όσφρησης ή άγγιγμα αντικειμένων, γοητεύεται να βλέπει τα φώτα ή την κίνηση ).
Γ. Τα συμπτώματα θα πρέπει να εμφανίζονται κατά την πρώιμη αναπτυξιακή περίοδο (αλλά μπορεί να μην εκδηλωθούν πλήρως έως ότου οι κοινωνικές απαιτήσεις υπερβούν τις περιορισμένες δυνατότητες ή να μπορούν να καλυφθούν από τις στρατηγικές που έχουν μάθει στη μετέπειτα ζωή).
Δ. Τα συμπτώματα προκαλούν κλινικά σημαντική έκπτωση σε κοινωνικούς, επαγγελματικούς ή άλλους σημαντικούς τομείς της τρέχουσας λειτουργικότητας.
Ε. Αυτές οι διαταραχές δεν εξηγούνται καλύτερα από τη διανοητική διαταραχή (αναπτυξιακή διαταραχή) ή την παγκόσμια αναπτυξιακή καθυστέρηση.
Συχνά συνυπάρχουν διανοητική αναπηρία και διαταραχή φάσματος αυτισμού. Για να γίνουν συνυπάρχουσες διαγνώσεις διαταραχών αυτιστικού φάσματος και
διανοητικής αναπηρίας, η κοινωνική επικοινωνία πρέπει να βρίσκεται σε κατώτερο επίπεδο σε σχέση με την αναμενόμενη για το γενικό αναπτυξιακό επίπεδο.
Αυτές οι διαταραχές δεν εξηγούνται καλύτερα από τη Νοητική Υστέρηση (Νοητική αναπτυξιακή διαταραχή) ή την Αναπτυξιακή Καθυστέρηση. Η Νοητική υστέρηση και η διαταραχή του φάσματος του αυτισμού συνυπάρχουν συχνά. Για να κάνουμε διαγνώσεις συννοσηρότητας διαταραχής του αυτισμού και της Νοητικής Καθυστέρησης, η κοινωνική επικοινωνία πρέπει να είναι χαμηλότερη από την αναμενόμενη σε σχέση με το γενικό αναπτυξιακό επίπεδο.
Σημείωση: Μόνο έπειτα από μια επαρκώς τεκμηριωμένη διάγνωση μέσω του DSM-IV της Αυτιστικής Διαταραχής, της Διαταραχής Asperger ή της μη προσδιοριζόμενης Διάχυτης Αναπτυξιακής Διαταραχής, θα πρέπει να δοθεί η διάγνωση της διαταραχής του φάσματος του αυτισμού. Άτομα που έχουν αξιοσημείωτα ελλείμματα στην κοινωνική επικοινωνία, αλλά των οποίων τα συμπτώματα δεν πληρούν διαφορετικά κριτήρια για διαταραχή του φάσματος του αυτισμού, θα πρέπει να αξιολογούνται για κοινωνική (πραγματιστική) διαταραχή της επικοινωνίας.
Κατά τη διάγνωση καθορίζουμε εάν η Δ.Α.Φ.:
- Εμφανίζεται με ή χωρίς συνοδό Νοητική υστέρηση
- Εμφανίζεται με ή χωρίς συνοδό διαταραχή της γλωσσικής έκφρασης
- Σχετίζεται με γνωστή σωματική, ή γενετική κατάσταση, ή περιβαλλοντικό παράγοντα
- Σχετίζεται με άλλη νευροαναπτυξιακή, ψυχική ή συμπεριφορική διαταραχή.
- Σχετίζεται με κατατονία.
Θεραπευτική Προσέγγιση
Η προσέγγιση του αυτισμού στην παιδική ηλικία είναι πολυπολική και περιλαμβάνει πολλούς επαγγελματίες υγείας, ειδικούς εκπαιδευτικούς, αλλά και την οικογένεια.
- Εφαρμοσμένη Συμπεριφορική Ανάλυση (Applied Behavior Analysis – ABA): Αυτή η προσέγγιση εστιάζει στην εκπαίδευση θετικών συμπεριφορών και τη μείωση αρνητικών συμπεριφορών μέσω συστηματικής ανάλυσης της συμπεριφοράς και της επιβράβευσης.
- Εναλλακτικά συστήματα επικοινωνίας: Θεραπεία και Εκπαίδευση Παιδιών με Αυτισμό και Διαταραχές Επικοινωνίας(TEACCH): Αυτή η προσέγγιση εστιάζει στη δημιουργία δομημένου περιβάλλοντος και στην παροχή οπτικών βοηθημάτων για την υποστήριξη της αυτονομίας και της καθημερινής οργάνωσης.
- Σύστημα Επικοινωνίας Μέσω Ανταλλαγής Εικόνων (PECS)
- Η προσέγγιση MAKATON, που χρησιμοποιεί την νοηματική γλώσσα.
- Λογοθεραπεία: Η λογοθεραπεία επικεντρώνεται στη βελτίωση της επικοινωνίας, της γλωσσικής ικανότητας και των κοινωνικών δεξιοτήτων του παιδιού με αυτισμό.
- Ψυχοεκπαίδευση: Οι ειδικοί ψυχοεκπαιδευτές μπορούν να παράσχουν υποστήριξη στο παιδί με αυτισμό, βοηθώντας το να αναπτύξει κοινωνικές, συναισθηματικές και προσαρμοστικές δεξιότητες.
Απόδοση – Επιμέλεια: Ομάδα του Teach n’ Treat
Διαβάστε ακόμη : Τι είναι ο αυτισμός; | Μέθοδος TEACCH
Πηγές:
Autism Speaks. (2021). What Is Autism?
American Academy of Pediatrics. (2020).
National Institute of Mental Health. (2021). Autism Spectrum Disorder.